-
1 κεῖμαι
Aκεῖσαι Il.19.319
, etc. (κατά-κειαι h.Merc. 254
, Arc. κεῖοι Tab.Defix. in Philol.59.201),κεῖται Il.6.47
, Hdt.1.9,4.62 (v.l. κέεται), IG 12.94.25; pl. , [dialect] Ion.κέᾰται Il.11.659
, al., Hdt. ( προς-κέανται is f.l. 1.133, cf. προς-κέαται, v.l. - κέονται, Hp.Fract.6),κείᾰται Mimn.11.6
( κατα- Il.24.567),κέονται Il.22.510
, Od.16.232, prob. in Alc.94,συγ-κέονται Aret.SD2.4
; imper. κεῖσο, κείσθω, Il.18.178, Hdt.2.171; subj. [ per.] 3sg. , Lycurg.113, [dialect] Ep. κεῖται (fr. κέψ-ε-ται) Il.19.32, Od.2.102, al.,δια-κέησθε Isoc.15.259
,κείωνται IG22.1176.21
; opt. [ per.] 3sg.κέοιτο Hdt.1.67
, Hp.Art.14 ( κατα-), Is.6.32, Pl.R. 477a; inf.κεῖσθαι Il.8.126
, Hp.Prog.3, Hdt.2.127, al., κέεσθαι v.l.in ib.2, cf.Hp.Aër.6, Archim. Aequil.1 Prooem.; part.κεί μενος Il.7.265
, etc.: [tense] impf.ἐκείμην Od.13.284
, etc., [dialect] Ep.κείμην 9.434
; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.κέσκετο 21.41
, ( παρε-) 14.521; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐκέατο Hdt.1.167
, [dialect] Ep.κέατο Il.13.763
,κείατο 11.162
;κεῖντο 21.426
, ( ἐπέ-) Od.6.19: [tense] fut.κείσομαι Il.18.121
, A.Ch. 895, etc., [dialect] Dor.κεισεῦμαι Theoc.3.53
. (Cf. Skt. śéte ( = κεῖται), also śáyate 'lie', Gr. κοίτη, κοιμάομαι, perh. Lat. cunae, etc.):— to be laid (used as [voice] Pass. to τίθημι): hence, lie, lie outstretched, used by Hom. mostly with Preps.,πυρὴν.. ᾗ ἔνι κεῖται Πάτροκλος Il.23.210
;κεῖτο παρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ 9.556
;ἐπὶ γαίῃ 11.162
;ὑπ' αἰθούσῃ Od.21.390
; alsoἐπί τινος, ὀστέα.. κείμεν' ἐπ' ἠπείρου 1.162
;τὸ δ' ἥμισυ κεῖτ' ἐπὶ γαίης Il.13.565
, cf. 20.345; but ὁ δ' ἐπ' ἐννέα κεῖτο πέλεθρα lay stretched over.., Od.11.577, al.; later κεῖσθαι εἰς .., in pregnant sense,εἰς ἀνάγκην κείμεθ' E.IT 620
;εἰς ὀλίγην κ. κόνιν AP9.677
(Agath.); also ἐπὶ τὴν ὁδὸν κ. to be strewn upon the path, Call.Iamb.1.250: Archit., κείμενον σχῆμα, opp. ὠρθωμένον, plan, opp. elevation, Apollod.Poliorc.163.3: c.acc.,τόπον.. ὅντινα κεῖται S.Ph. 145
(anap.).2 lie down to rest, repose, Od.13.281, etc.;πορφυρέᾳ κείμενος ἐν χλανίδι Simon.37.12
; lie, remain,κεῖτο γὰρ ἐν νήεσσι.. Ἀχιλλεύς Il.2.688
, cf. 7.230, etc.;οὐ χρῆν ἥσυχον κεῖσθαι πόδα S.Fr.142.13
; lie still, λασίην ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθεὶς κείμην, of Odysseus under the ram's belly, Od.9.434: metaph., κακὸν κείμενον a sleeping evil, S.OC 510 (lyr.);τοῦ κύματος κειμένου Ael.NA15.5
.3 lie sick or wounded, ἐν νήσῳ κεῖτο, of Philoctetes, Il.2.721, cf. 15.240;κείσεται οὐτηθείς 8.537
, cf. 11.659; ;κεῖτ' ὀλιγηπελέων Od.5.457
; lie in misery, ;κεῖται ἐν ἄλγεσι θυμός 21.88
, cf. S.Ph. 183 (lyr.);κ. ἐν κακοῖς E.Ph. 1639
, Hec. 969; κειμένῳ ἐπεμπηδᾶν to kick him when he's down, Ar.Nu. 550.4 lie dead, Il.5.467, 16.541, al., A.Ag. 1438, 1446, S.Ph. 359;κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ Id.Ant. 1240
: rare in Prose,χίλιοι.. νεκροὶ κείμενοι Hdt.8.25
, cf. Hdn. 2.1.8.b freq. also in epitaphs, lie buried,τῇδε κείμεθα Simon. 92
, cf. 97; ; alsoκ. ἐν Ταρ τάρῳ Pi.P.1.15
; ἐν τάφῳ, ἐν Ἅιδου, παρ' Ἅιδῃ, A.Ch. 895, S.El. 463, OT 972; also in Prose,τὸν χῶρον ἐν τῷ κέοιτο Ὀρέστης Hdt.1.67
, cf. 4.11,9.105, Th.2.43; κ.ὑπό τινων to be buried by.., Plu.2.583c.5 freq. of a corpse, lie unburied, Il.18.338, 19.32;κεῖται.. νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος 22.386
; ; also κεῖτ' ἀπόθεστος.. ἐν πολλῇ κόπρῳ lay uncared for, of the old hound of Odysseus, Od.17.296;εὐνὴ.. κάκ' ἀράχνια κεῖται ἔχουσα 16.35
; of places, lie in ruins,δόμοι.. χαμαιπετεῖς ἔκεισθ' ἀεί A.Ch. 964
(lyr.), cf. Pl.R. 425a, Lyc.252.6 of wrestlers, have a fall, A.Eu. 590;πεσών γε κείσομαι Ar.Nu. 126
.II of places, to be situated, lie,νῆσος ἀπόπροθεν εἰν ἁλὶ κεῖται Od.7.244
, cf. 9.25, 10.196, etc.; ἐν τῇ [γῇ] κείμενά ἐστι τὰ Σοῦσα (for κεῖται) Hdt.5.49;Αἴγινα.. πρὸς νότου κ. πνοάς A.Fr. 404
;πρὸ Μεγάρων κ. Th.3.51
;πόλις αὐτάρκη θέσιν κειμένη Id.1.37
; Aër.6, cf. Arist. HA 496a14; κ. πρὸς τὸν ἥλιον, πρὸς ἄρκτον, Id.Mete. 360b14, 363a3.2 of things, lie or be in a place,ὅθι οἱ φίλα δέμνι' ἔκειτο Od.8.277
; ἕλε δίφρον κείμενον placed there, 17.331, cf. 410;φόρμιγγα.., ἥ που κεῖται ἐν ἡμετέροισι δόμοισι 8.255
: in Prose,δύο τράπεζαι ἐκείσθην Lys.13.37
;χύτρας εὐκρινῶς κειμένας X.Oec.8.19
.III to be laid up, in store, of goods, property, etc.,δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Il.9.382
;πολλὰ δ' ἐν ἀφνειοῦ πατρὸς κειμήλια κ. 6.47
; βασιλῆϊ δὲ κεῖται ἄγαλμα is reserved.., 4.144; μνῆμα ξείνοιο.. κέσκετ' ἐνὶ μεγάροισι was left lying.., Od.21.41; of things dedicated to a god,κ. ἐν θησαυρῷ Hdt.1.51
, cf. 52, Alc.94; of money, κείμενα deposits, Hdt.6.86.ά; κ. σοι εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ Th.1.129
, cf. SIG22.15 (Epist. Darei), Pl.R. 345a; πολλὰ χρήματα ἐπὶ τῇ τούτου τραπέζῃ κεῖταί μοι at his bank, Isoc.17.44; ; τἀργύριόν σοι κείσεται the caution-money shall be deposited, Ar.Ra. 624; δραχ μὴν ὑπόθες.—Answ.κεῖται πάλαι Diph.73.2
: metaph., εἰ ταῦτ' ἀνατὶ τῇδε κείσεται κράτη shall be placed to her credit, S.Ant. 485, cf. Pi.I. 5(4).18.2 to be set up, ordained,ἄεθλα κεῖτ' ἐν ἀγῶνι Il.23.273
, cf. Hdt.8.26,93, Th.2.46;ὅπλων ἔκειτ' ἀγὼν πέρι S.Aj. 936
(lyr.).3 of laws, κεῖται νόμος the law is laid down, E.Hec. 292; ; ; οἱ νόμοι οἱ κείμενοι the established laws, Ar.Pl. 914, cf. Lys.1.48, etc.;οἱ ὑπὸ τῶν θεῶν κείμενοι νόμοι X.Mem. 4.4.21
;οἱ νόμοι οἱ ὑπὸ οἱ τῶν βασιλέων κείμενοι Isoc.1.36
, cf. D.24.62; ; αἱ κείμεναι ὑπὸ τῶν ὑπατικῶν γνῶμαι the votes given by.., D.H.7.47; οὐκέτι κ. ἡ διαθήκη no longer holds, Is.6.32; so of philosophical arguments, hold good,κατά τινων Phld.Rh.1.51
S.; ;κείμεναι ζημίαι Lys.14.9
, cf. Th.3.45.4 to be laid down in argument, posited, assumed,τοῦτο ἡμῖν οὕτω κείσθω Pl.R. 350d
, etc.;ὡμολογημένον ἡμῖν κ. Id.Plt. 300e
; freq. in Arist., let it be assumed, Apr. ,al.; τὸ ἐξ ἀρχῆς κείμενον the assumption, Metaph.1008b2, 1047b10(pl.);τὰ περὶ τὴν διάνοιαν ἐν τοῖς περὶ ῥητορικῆς κ. Po. 1456a35
.5 of names, οὔνομα κεῖται the name is given, Hdt.4.184, 7.200, cf. X.Cyr.2.2.12, Pl.Sph. 257c, etc.; ὑπὸ τοῦ πατρὸς κείμενον [ὄνομα] Is.3.32; κεῖσθαι without ὄνομα, Pl.Cra. 392d; κείμενα ὀόματα established terms, Arist. Top. 140a3, Demetr.Eloc.96.6 metaph., πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς κεῖται, παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα danger is set before men, that they may.., S.Ph. 503.V metaph., of continuing conditions, ἐνὶ φρεσὶ πένθος ἔκειτο lay heavy, Od.24.423; εὔστομα κείσθω remain unspoken, Hdt.2.171; νεῖκος ἔκειτό τισι there was an enduring feud, S.OT 491 (lyr.); Ἑλλήνων κείσομαι ἐν στόματι my name shall be a household word, AP9.62 (Even.);πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν Thgn.240
;εὖ κείμενα A.Ch. 693
; μὴ κινεῖν (sc. κακὸν) εὖ κείμενον 'let sleeping dogs lie', Pl.Phlb. 15c, cf. Hyp. Fr.30, Suid.2 ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, i.e. these things are yet in the power of the gods, to give or not, Il.17.514, 20.435.3 κεῖσθαι ἔν τινι to rest entirely or be dependent on him,ἐν ἀγαθοῖσι κ. πολίων κυβερνάσιες Pi.P.10.71
; (lyr.); alsoἐπί τινι, τὰ δ' οὐκ ἐπ' ἀνδράσι κ. Pi.P.8.76
: also with simple dat.,Λεωφίλῳ πάντα κεῖται Archil.69
, prob.in Com.Adesp.1325; of things, depend upon,τὸ πανηγυρικὸν ἐν μελέτῃ καὶ τριβῇ κ. Phld.Rh.1.93
S.;τὰ.. γυμνάσια ἐν τῇ κινήσει κ. Antyll.
ap. Orib.6.23.1.4 Medic., to be left to settle, of urine, Hp.Epid.1.26.β.b φάρυγξ οὐ φλεγμαίνουσα, κειμένη δέ, i.e. not swollen, ib.2.2.24.5 Gramm., of words and phrases, to be found, occur,παρὰ τῷ ποιητῃ Str.7.3.6
, cf. Ath.2.58b;κεῖται ἐν τῷ Περὶ Πλούτου Phld.Oec. p.39
J.; ποῦ κεῖται; Ath.4.165d, cf. Κειτούκειτος; κ. ἀντί τινος to be used instead of.., Str.8.6.7; τὸ κείμενον the received text, Sch.vulg.Pi.O.2.48. -
2 εὐ-νομία
εὐ-νομία, ἡ, 1) gute Gesetze, gesetzliche Ordnung, einmal bei Hom., Odyss. 17, 487 ϑεοὶ ἐπιστρωφῶσι πόληας, ἀνϑρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες, Scholl. εὐνομίην: ἅπαξ εἴρηται παρὰ τῷ ποιητῇ; Plat. Soph. 216 b ὕβρεις τε καὶ εὐνομίας τῶν ἀνϑρώπων καϑορᾶν, wie auch H. h. 30, 11 den plur. hat, εὐνομίῃσι πόλιν κάτα κοιρανέουσι. Das Wort νόμος kommt bei Hom. nicht vor, denn Zenodots Lesart Odyss. 1, 3 πολλῶν δ' ἀνϑρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόμον ἔγνω is. Scholl.) ist ohne Zweifel zu verwerfen; das Wort εὐνομίη leitete Aristarch von εὖ νέμεσϑαι ab, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 348. – Pind. εὐν. ἀπόλεμος, der Friede, P. 5, 67, u. personificirt, s. nom. pr.; vgl. καὶ σέο φῶτες πρὸς βαιὸν τόξων εὐνομίην ἄγομεν, wir haben Ruhe vor deinem Bogen, Alph. 3 ( Plan. 212). Bes. = die Beobachtung der Gesetze, wie Arist. pol. 4, 8 bemerkt οὐκ ἔστι δὲ εὐνομία τὸ εὖ κεῖσϑαι τοὺς νόμους, μὴ πείϑεσϑαι δέ ff.; Plat. defin. 413 e εὐν. πειϑαρχία νόμων σπουδαίων; vgl. Soph. ϑεῶν ϑέσμι' ἐξήνυσ' εὐνομίᾳ σέβων μεγίστᾳ, Ai. 699; Ar. Av. 1540; – in Prosa, εἶναι ἐν Αἰγύπτῳ πᾶσαν εὐνομίην Her. 2, 124; ὅταν παῖδες εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς εἰςδέξωνται Plat. Rep. IV, 425 a; ἐν ταῖς ψυχαῖς Legg. XII, 960 d. – Long. 2, 35 εὐν. μουσική, gute Melodie. – 2) die gute Weide, Philostr. imagg. 2, 2; vgl. Long. 1, 5.
-
3 δείλετο
δείλετο, Aristarchs Lesart Odyss. 7, 289, εὗδον παννύχιος καὶ ἐπ' ἠῶ καὶ μέσον ἦμαρ. δείλετό τ' ἠέλιος, καί με γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν, var. lect. δύσετο; δείλετο ist Verbum zu ἡ δείλη, der Nachmittag, δείλετο ἠέλιος = die Nachmittagssonne stand am Himmel; Scholl. Didym. δύσετό τ' ἠέλιος: εἰς δύσιν ἐκλίνετο. Ἀρίσταρχος γράφει δείλετο, ὅ ἐστιν εἰς δείλην ἐκλίνετο. πρὸ δυσμῶν γάρ, φησί, συνέτυχε τῇ Ναυσικάᾳ ὁ Ὀδυσσεύς, anderes Scholium δείλετό τ' ἠέλιος: ὅ ἐστιν εἰς δείλην ἐκλίνετο· πρὸ δυσμῶν γὰρ συνέτυχε τῇ Ναυσικάᾳ ὁ Ὀδυσσεύς, τοῦ ἡλίου μὴ φϑάσαντος εἰς τὸν δυτικὸν ὁρίζοντα, ἀλλ' ἐπέχοντος ἐφ' ἱκανόν. ὅτε γὰρ ἔδυ ὁ ἥλιος, τότε εἰς τὸ ἄλσος ἔφϑασαν τῆς Ἀϑηνᾶς οὗτοι, ὡς καὶ ὁ ποιητὴς »δύσετό τ' ἠέλιος καὶ τοὶ κλυτὸν ἂλσος ἵκοντο (6, 321)«, καὶ τὰ λοιπά; Eustath. p. 1580, 16 ἐν δὲ τῷ »ἐπ' ἠῶ καὶ μέσον ἦμαρ« καὶ »δείλετό τ' ἠέλιος« τριμερῆ τὴν ἡμέραν ἔτεμεν ὡς καὶ ἀλλαχοῠ. ἤγουν εἰς πρωΐαν, μεσημβρίαν καὶ δείλην. ἐν δὲ τῷ »δείλετο«, γραφόντων τινῶν δύσετο, ἤγουν ἔδυνε, – φασὶν οἱ παλαιοί, ὡς Ἀρίσταρχος οὐ γράφει δύσετο, ἀλλὰ δείλετο, ὅ ἐστιν εἰς δύσιν ἀπέκλινε. καὶ σημείωσαι τὴν λέξιν σύστοι χον οὖσαν τῇ δείλῃ. εἰ δὲ τὸ δείλετο ἀσύνηϑές ἐσ τιν, ἀλλὰ τὸ δειελιήσας ἐν τοῖς μετὰ ταῠτα (Od. 17, 599) κεῐται παρὰ τῷ ποιητῇ. Bekker schreibt δύσετο sowohl in der Ausgabe von 1843 als in der von 1858. Allerdings laßt sich diese Lesart vertheidigen, ohne daß man zu der von Buttmann Lexil. 2, 193 in dieser Sache spöttisch abgewiesenen »Fugen-Kritik« seine Zuflucht nimmt; aber Alles zusammengenommen, Aristarchs Auctorität, der nur die besten unter den überlieferten Lesarten auszuwählen pflegte, keine Lesarten erfand, der Zusammenhang der Begebenheiten in Odyss. 6 und 7, die Angabe der Zeiten in der Stelle selbst, παννύχιος – ἐπ' ἠῶ – μέσον ἦμαρ, woran sich δείλετο ἠέλιος besser anschließt als δύσετο, der Umstand, daß sich das so häufige δύσετο weit leichter für δείλετο einschleichen konnte als das sonst im Homer nicht vorkommende δείλετο für δύσετο, endlich die verwandten Homerischen Wörter δείλη, δείελος, δειελιάω: das Alles läßt δείλετο doch als die ächte Lesart erscheinen. Von einer »Fuge« zwischen Od. 6 und 7, deren Annahme der gute Buttmann in unklaren Ahnungen befürchtete, kann bei besonnenen Kritikern nicht die Rede sein.
-
4 ὁμωνυμία
ὁμωνῠμ-ία, ἡ,A a having the same name, verbal identity, Epicur.Nat. 2.9, AP6.100 (Crin.), Plu.2.427e: pl., Str.13.1.21.II fraudulent use of an identity of name, POxy.257.44 (i A.D.), 1266.36 (i A.D.).III of words, equivocal sense, ambiguity,παρὰ τὴν ὁ. Arist. SE 165b30
; equivocally,Id.
AP0.85b11 : pl.,ταῖς-ίαις πλανῶνται Phld.Sign.36
.2 an equivocal word, τῶν ὀνομάτων τῷ μὲν σοφιστῇ ὁμωνυμίαι χρήσιμοι.., τῷ ποιητῇ δὲ συνωνυμίαι (q.v.) Arist. Rh. 1404b38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμωνυμία
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek